Λέοντι συζῆν ἢ γυναικὶ συμβιοῦν. — См. Лучше жить со змеею, чем с злою женою … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
лучше жить со змеею, чем с злою женою — Лучше хлеб есть с водою, чем жить с злою женою. Ср. Хлеб с водою о нищете. Со львом лучше жити, нежели со злою женою (народн.) Ср. Болит головушка и все тело мое от злой жены. Истинно в Святом Писании сказано: удобнее человеку со львом и скорпием … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Лучше жить со змеею, чем с злою женою — Лучше жить со змѣею, чѣмъ съ злою женою. Лучше хлѣбъ ѣсть съ водою, чѣмъ жить съ злою женою. Ср. «Хлѣбъ съ водою» о нищетѣ. Со львомъ лучше жити, нежели со злою женою (народн.). Ср. Болитъ головушка и все тѣло мое отъ злой жены. Истинно въ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… … Dictionary of Greek
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
ληστοβίωση — η βιολ. 1. τρόπος συμβίωσης τών μυρμηγκιών 2. βιολογική ομάδα που αποτελείται από τερμίτες ή μεγάλα μυρμήγκια και από μικρότερα μυρμήγκια, τα οποία εισχωρούν στη φωλιά τών προηγουμένων και συμβιούν με αυτά κλέβοντας την τροφή τους … Dictionary of Greek
πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… … Dictionary of Greek